Θεραπευτική κλινική Ογκολογική –Αιματολογική Μονάδα - Νοσοκομείο «Αλεξάνδρα»
Επιδημιολογία: Η ΜWείναι σπάνια ασθένεια, (αποτελεί περίπου 2% του συνόλου των αιματολογικών κακοηθειών) και περίπου 1.500 νέες περιπτώσεις διαγιγνώσκονται κάθε χρόνο στις ΗΠΑ. Η συχνότητα εμφάνισης ΜWείναι υψηλότερη σε άνδρες και, σε αντίθεση με το μυέλωμα, σε Καυκάσιους από ότι στους Αφροαμερικανούς. Η ΜWείναι μια ασθένεια της τρίτης ηλικίας: η διάμεση ηλικία κατά τη διάγνωση είναι 63 έως 70 έτη, ενώ η διάγνωση της ΜWστις ηλικίες κάτω από τα 50 έτη είναι ασυνήθης.
Αιτιολογία: Δεν υπάρχει συγκεκριμένη απάντηση για την αιτιολογία της νόσου, ωστόσο, τόσο γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως λοιμώξεις μπορεί να διαδραματίζουν ρόλο. Οι περισσότερες περιπτώσεις ΜWείναι σποραδικές, αλλά υπάρχουν αρκετές αναφορές που υποδηλώνουν μια γενετική προδιάθεση για ΜW, όπως και συνύπαρξη στην ίδια οικογένεια με άλλες κακοήθειες των Β λεμφοκυττάρων (όπως ΧΛΛ). Ο ρόλος ιογενών λοιμώξεων όπως της ηπατίτιδας C(HCV) ή ανθρώπινου ερπητοϊόυ-8 (HHV-8) και ΜWείναι αμφιλεγόμενοι. Δεν έχουν αναγνωριστεί συγκεκριμένα γονίδια που προδιαθέτουν σε MW, εντούτοις, γονίδια που σχετίζονται με τη λειτουργία του ανοσοποιητικού και την ωρίμανση των λεμφοκυττάρων όπως τα BLyS (B-lymphocyte stimulator), TACI (transmembrane activator and calcium-modulator and cyclophilin ligand interactor), TNF receptor-associated factor 3 (TRAF3) έχουν χαρακτηριστεί ως «γονίδια προδιάθεσης». Όμως, ο πιο σημαντικός παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη της ΜWείναι προ-υπάρχουσα IgM-μονοκλωνική γαμμαπάθεια απροσδιόριστης σημασίας (IgM-MGUS). Η IgMMGUSσχετίζεται με αύξηση του κινδύνου για ΜWκατά 46 φορές σε σχέση με τον κίνδυνο για το γενικό πληθυσμό. Ιστορικό IgM-MGUSσχετίζεται με 1% -1,5% κατά μέσο όρο ετήσιο κίνδυνο ανάπτυξης ΜW.
Η σημαντικότερη εξέλιξη στην κατανόηση στη βιολογίας της νόσου είναι η περιγραφή από τον Τreonκαι συν της παρουσίας μιας σωματικής μετάλλαξης στο γονίδιο MyD88 (L265P) και η οποία ανευρίσκεται σε >90% των αρρώστων με συμπτωματική ΜW. Η MyD88 είναι σημαντική ρυθμιστική πρωτεΐνης στα σηματοδοτικά μονοπάτια που εκκινούνται μέσω των Toll-like υποδοχέων (TLR- Toll-likeReceptors) και του υποδοχέα της ιντερλευκίνης-1 (IL-1R). Invitroπειράματα έχουν δείξει παίζει σημαντικό ρόλο στην επιβίωση των κυττάρων MW. Επιπλέον, η αναστολή της MyD88 σε L265P-κύτταρα WM που την εκφράζουν συνοδεύεται από μειωμένη ενεργοποίηση της κινάσης τυροσίνης του Bruton (BTK- Bruton tyrosine kinase), ενώ η υπερέκφραση του MyD88 L265P ενισχύει την φωσφορυλίωση και ενεργοποίηση της BTK.
Κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα: Η παθογένεια των εκδηλώσεων της WM, συμπεριλαμβανομένων των σημείων και συμπτωμάτων, σχετίζονται με: α) την άμεση διήθηση του μυελού των οστών ή των άλλων λεμφικών οργάνων από τον λεμφοπλασματοκυτταρικό κλώνο και β) την ποσότητα και τις φυσικοχημικές και ανοσολογικές ιδιότητες της μονοκλωνικής IgM. Τα συμπτώματα της νόσου κατά την αρχική διάγνωση μπορεί να είναι ασαφή και μη ειδικά (αδυναμία, ανορεξία, κόπωση και ίσως απώλεια βάρους). Συμπτώματα όπως φαινόμενο Raynaud ή συμπτώματα που σχετίζονται με περιφερική νευροπάθεια, όπως παραισθησίες ή αταξικό βάδισμα μπορεί να προηγούνται της διάγνωσης της ΜW για αρκετά χρόνια. Κλινικά σημεία και συμπτώματα που οφείλονται σε υπεργλοιότητα (θολή όραση, κεφαλαλγίες, ή στοματορινική αιμορραγία) είναι μάλλον ασυνήθιστα στην αρχική παρουσίαση του αρρώστου, αν και με προσεκτική και στοχευμένη λήψη ιστορικού μπορεί να αναφέρονται σε 20-25% των ασθενών κατά την αρχική διάγνωση. Η αναιμία είναι το συχνότερο εύρημα, ενώ η θρομβοκυτταροπενία είναι λιγότερο συχνή, τουλάχιστον κατά την αρχική διάγνωση. Περίπου σε 20-40% των ασθενών ανευρίσκεται κάποιου βαθμού λεμφαδενοπάθεια ή σπληνομεγαλία, ή λιγότερο συχνά ηπατομεγαλία, ωστόσο, κλινικώς σημαντική λεμφαδενοπάθεια ή σπληνομεγαλία δεν είναι συχνή. Άμεση διήθηση από ΛΠΛ κύτταρα έχει αναφερθεί για σχεδόν κάθε όργανο (πνεύμονας, έντερο, δέρμα, οφθαλμικός βολβός ) αλλά είναι σπάνια. Κακοήθης διήθηση του ΚΝΣ είναι πολύ σπάνια. Το σύνδρομο Bing-Neel χαρακτηρίζεται από σύγχυση, απώλεια μνήμης, αποπροσανατολισμό, κινητική δυσλειτουργία, και τελικά κώμα και είναι αποτέλεσμα της μακροχρόνιας υπεργλοιότητας που μεταβάλλει την αγγειακή διαπερατότητα και επιτρέπει την περιαγγειακή διήθηση από ΛΠΛ κύτταρα.
Εκδηλώσεις που σχετίζονται με την κυκλοφορούσα μονοκλωνική IgM:Η IgM, είναι ένα μεγάλο μόριο με υψηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες που κυκλοφορεί κυρίως ενδοαγγειακά (περίπου 80% του συνόλου της IgM). Η αυξημένη συγκέντρωση αυτής της πρωτεΐνης υψηλού μοριακού βάρους, μπορεί να αυξήσει την αντίσταση στη ροή του αίματος (υπεργλοιότητα) και να βλάψει την μικροκυκλοφορία. Τα τυπικά συμπτώματα του συνδρόμου υπεργλοιότητας περιλαμβάνουν αιμορραγία από το δέρμα και τους βλεννογόνους (συνήθως στοματορινικούς), θολή όραση λόγω της αμφιβληστροειδοπάθειας, κεφαλαλγία, σύγχυση και άλλες νευρολογικές διαταραχές. Η βυθοσκόπηση δείχνει διόγκωση των φλεβών του αμφιβληστροειδούς που εξελίσσεται σε εμφανές "sausaging", αιμορραγίες του αμφιβληστροειδούς και μικροανευρύσματα. Κλινικά εμφανής κρυοσφαιριναιμία τύπου Ι, που εκδηλώνεται με φαινόμενο του Raynaud, δερματικά έλκη/νέκρωση και κνίδωση εκ ψύχους, εμφανίζεται σε λιγότερο από το 5% των ασθενών. Η μονοκλωνική IgM μπορεί να αλληλεπιδράσει με κυκλοφορούσες πρωτεΐνες, όπως το ινωδογόνο, ή μπορεί να «επικαλύψει» τα αιμοπετάλια και να επηρεάσει την συγκολλητική τους ικανότητα.
Η μονοκλωνική IgM μπορεί να έχει δραστικότητα αντισώματος έναντι αυτόλογων αντιγόνων. Οι πιο κοινοί στόχοι-αντιγόνα βρίσκονται στα περιφερικά νεύρα: έως 20% των ασθενών με ΜW, εμφανίζονται με ή αναπτύσσουν IgM-σχετιζόμενη περιφερική νευροπάθεια, μια ετερογενής ομάδα νευροπαθειών στις οποίες η μονοκλωνική IgM δρα ως αντίσωμα έναντι διαφόρων γλυκοπρωτεϊνών ή γλυκολιπιδίων του περιφερικού νεύρου. Η πιο κοινή οντότητα είναι απω-, συμμετρική, χρόνια περιφερική απομυελινωτική νευροπάθεια στην οποία η IgM στρέφεται κατά της συνδεδεμένης με μυελίνη γλυκοπρωτεΐνης (Myelin-AssociatedGlycoprotein-MAG). Αν η δραστηριότητα αντισώματος της μονοκλωνικής IgM στοχεύει πολυκλωνική IgG αυτό οδηγεί σε κρυοσφαιριναιμία τύπου II. Η μονοκλωνική IgM μπορεί επίσης να δρα σαν ψυχροσυγκολλητίνη, ή μπορεί να συμπεριφέρεται ως αντίσωμα έναντι της βασικής μεμβράνης των σπειραμάτων, του δέρματος, και του αμφιβληστροειδή ή ως αντιπηκτικό λύκου. Η IgMμπορεί να εναποτεθεί στην μικροκυκλοφορία ιστών, π.χ. στο νεφρικό σπείραμα, στο χόριο (macroglobulinemia cutis) ή στην βασική στοιβάδα και υποβλεννογόνιο χιτώνα του εντέρου. Θραύσματα των μονοκλωνικών ελαφρών αλυσίδων που παράγονται από τον ΛΠΛ κλώνο μπορεί να έχουν αμυλοειδογενείς ιδιότητες, σχηματίζοντας ινίδια αμυλοειδούς (ALαμυλοείδωση). Η IgM-σχετιζόμενη AL αμυλοείδωση αποτελεί ένδειξη για άμεση έναρξη θεραπείας. Το σύνδρομο Schnitzler είναι μια ξεχωριστή οντότητα, που χαρακτηρίζεται από IgM παραπρωτεϊναιμία, χρόνια κνίδωση, μαζί με άλλα χαρακτηριστικά, όπως διαλείπων πυρετός, και/ή οστικά άλγη με ακτινολογικές ενδείξεις οστεοσκλήρυνσης, λεμφαδενοπάθεια, διόγκωση του ήπατος ή / και σπληνός, λευκοκυττάρωση και αυξημένη ΤΚΕ. Ωστόσο, η αιτιολογία του συνδρόμου δεν συνδέεται με άμεση δραστικότητα του αντισώματος IgM.